Λεονάρδος

Λεονάρδος
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο. Ήταν αδελφός του Αλεξάνδρου (βλ. 2.), από τον οποίο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Πολέμησε στη δυτική Ελλάδα και σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι το 1826. 2. Αλέξανδρος. Καταγόταν από την Ήπειρο. Ήταν έμπορος στο Κίσινεφ, όπου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και διέθεσε σημαντικά χρηματικά ποσά για τους σκοπούς της. Αργότερα μάλιστα ενίσχυσε τη συγκρότηση σώματος ιππικού. Πέθανε φτωχός στην Αθήνα. 3. Ζαχαρίας. Καταγόταν από την Άνδρο. Πριν από την Επανάσταση ήταν έμπορος στην Οδησσό. Διέθεσε πολλά χρήματα για την περίθαλψη των προσφύγων της Κωνσταντινούπολης. 4. Θεόδωρος. Διετέλεσε γραμματικός του Κολοκοτρώνη και αργότερα ανέλαβε την οργάνωση και τη γενική διεύθυνση του Ελληνικού Ταχυδρομείου (1859-77). 5. Μιχαήλ. Καταγόταν από την Πελοπόννησο, αλλά είχε ρωσική υπηκοότητα. Κατατάχθηκε στον ρωσικό στρατό και έφτασε μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη. Το 1815 παραιτήθηκε, επειδή μονομάχησε με κάποιον ανώτερό του, και μετέβη στο Ιάσιο. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και συνεργάστηκε με τον Λεβέντη. Συνόδευσε τον Καραγιώργη στη Σερβία, όταν θέλησε να οργανώσει εκεί επανάσταση, ενώ αργότερα συμμετείχε στην επανάσταση της Μολδοβλαχίας. Μετά τη μάχη του Σκουλενίου αποσύρθηκε στη Ρωσία όπου και πέθανε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λεονάρδος ο Χίος — (Χίος 1395/6 – 1482). Λόγιος και κληρικός. Αρχικά έγινε μοναχός και έπειτα με δαπάνες των προυχόντων της Χίου, Ιουστινιανών, σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του δίδαξε θεολογία στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης… …   Dictionary of Greek

  • Λεονάρδος, Αγάπιος — Βλ. λ. Αγάπιος. Όνομα ορθόδοξων ιερωμένων, μοναχών και λογίων (5.) …   Dictionary of Greek

  • Σπένγκελ, Λεονάρδος — (Spengel). Γερμανός ελληνιστής (1803 1880). Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Μονάχου. Ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη της ελληνικής ρητορικής. Τα κυριότερα έργα του τιτλοφορούνται Συναγωγή τεχνών ή τεχνών συγγραφείς από την αρχή ως …   Dictionary of Greek

  • Φιλαράς, Λεονάρδος — (Αθήνα 1600; – Παρίσι 1673). Ποιητής και διπλωμάτης. Σπούδασε κυρίως στο ελληνικό κολέγιο της Ρώμης (1613 17), όπου προσηλυτίστηκε στην Καθολική Εκκλησία. Εκεί επίσης είχε την ευκαιρία να πάρει μέρος στην κίνηση του δούκα του Νεβέρ για την… …   Dictionary of Greek

  • Τόκκοι — Όνομα φλωρεντινής οικογένειας ευγενών, της οποίας πολλά μέλη εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και πρωτοστάτησαν στην ιστορία των περιοχών τις οποίες διοικούσαν. Κυριότερα μέλη είναι: 1. Γουλιέλμος B’. Διοικητής της Κέρκυρας (1328 35). Παντρεύτηκε τη… …   Dictionary of Greek

  • Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… …   Dictionary of Greek

  • Филарас, Леонардос — Леонардос Филарас Λεονάρδος Φιλαράς …   Википедия

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Φώσκολος — Επώνυμο οικογένειας Βενετών ευγενών, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι: 1. Λεονάρδος. Στρατηγός. Έζησε τον 17o αι. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων, στην Αλβανία, στη Δαλματία και στα νησιά και διακρίθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”